πατσίζω

πατσίζω
πάτσισα
1. δίνω και παίρνω χρέη.
2. εξισώνομαι, γίνομαι ίσα ίσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πατσίζω — πατσίζω, πάτσισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πατσίζω — [πάτσι] 1. έρχομαι ίσα ίσα με κάποιον, εξισώνομαι, φθάνω ώς το ύψος κάποιου ως προς την επίδοση 2. ανταποδίδω τα ίσα, ενεργώ προς κάποιον με μια πράξη ηθικά ισάξια προς τη δική του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”