- πατσίζω
- πάτσισα1. δίνω και παίρνω χρέη.2. εξισώνομαι, γίνομαι ίσα ίσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.